- καθυπερτίθεμαι
- καθυπερτίθεμαι,A communicate, [τί] τινι Nic.Dam.66 J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθυπερτίθεμαι — (Μ) βρίσκομαι, τοποθετούμαι πάνω από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ τίθεμαι «τοποθετούμαι από πάνω»] … Dictionary of Greek